αναλαλαζω

αναλαλαζω
    ἀναλαλάζω
    ἀν-αλᾰλάζω
    1) поднимать крик, вскрикивать
    

(ἐγὼ ἀνηλάλαξα κἀνωρχησάμην Eur.)

    2) издавать боевой клич
    

(οἱ στρατιῶται ἀνηλάλαζον Xen.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αναλαλαζω" в других словарях:

  • αναλαλάζω — ἀναλαλάζω (Α) αλαλάζω δυνατά, βγάζω πολεμική κραυγή ή απλώς κραυγάζω, φωνάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * επιτ. + ἀλαλάζω] …   Dictionary of Greek

  • ἀνηλάλαζον — ἀναλαλάζω raise a war cry imperf ind act 3rd pl (attic epic ionic) ἀναλαλάζω raise a war cry imperf ind act 1st sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηλάλαζε — ἀναλαλάζω raise a war cry imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηλάλαξα — ἀναλαλάζω raise a war cry aor ind act 1st sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηλάλαξαν — ἀναλαλάζω raise a war cry aor ind act 3rd pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηλάλαξε — ἀναλαλάζω raise a war cry aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηλάλαξεν — ἀναλαλάζω raise a war cry aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηλάλαξ' — ἀνηλάλαξα , ἀναλαλάζω raise a war cry aor ind act 1st sg (attic epic ionic) ἀνηλάλαξο , ἀναλαλάζω raise a war cry plup ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀνηλάλαξο , ἀναλαλάζω raise a war cry perf imperat mp 2nd sg (attic epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλαλάξασαι — ἀναλαλάξᾱσαι , ἀναλαλάζω raise a war cry aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) ἀναλαλάξᾱσαι , ἀναλαλάζω raise a war cry aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλαλάζω — (Α ἀλαλάζω) φωνάζω δυνατά και με ενθουσιασμό, κραυγάζω αρχ. 1. βγάζω πολεμική κραυγή κατά την έναρξη τής μάχης 2. φωνάζω από πόνο ή θλίψη 3. ηχώ δυνατά. Στην Π. και Κ. Διαθήκη δοξολογώ («ἀλαλάξατε τῷ Κυρίῳ πᾱσα ἡ γῆ») και κροτώ, κουρταλίζω… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»